- μαχαιροποιεῖον
- μαχαιρο-ποιεῖον, τό, Messerschmiede, Werkstatt des μαχαιρο-ποιός
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μαχαιροποιείον — μαχαιροποιεῑον, τὸ (Α) [μαχαιροποιός] εργαστήριο κατασκευής μαχαιριών («τὸ δὲ μαχαιροποιεῑον οὐκ ἔλαττον ἢ τοσοῡτον ἕτερον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
μαχαιροποιεῖον — cutler s factory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)